Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
διαπεραντέον
διαπεράσιμος
διαπεράω
διαπερδικίζω
διαπέρθω
View word page
διαπενταθλέω
διαπενταθλέω,
A). contend in the πένταθλον, Tz.ad Lyc. 860 .


ShortDef

contend in the πένταθλον

Debugging

Headword:
διαπενταθλέω
Headword (normalized):
διαπενταθλέω
Headword (normalized/stripped):
διαπενταθλεω
IDX:
25491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25492
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπενταθλέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contend in the</span> <span class="foreign greek">πένταθλον,</span> Tz.ad <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Lyc.</span> 860 </span>.</div> </div><br><br>'}