Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
διαπεραίνω
διαπεραιόω
διαπεραίωσις
διαπέραμα
View word page
διαπελάζω
διαπελάζω,
A). approach, etym. of δασπλῆτις, Sch. Theoc. 2.14 .


ShortDef

approach

Debugging

Headword:
διαπελάζω
Headword (normalized):
διαπελάζω
Headword (normalized/stripped):
διαπελαζω
IDX:
25486
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25487
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπελάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">approach,</span> etym. of <span class="foreign greek">δασπλῆτις,</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:2:14" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0005.tlg001.perseus-grc1:2.14/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Theoc.</span> 2.14 </a>.</div> </div><br><br>'}