διαπειράομαι
διαπειράομαι, aor.
A). -επειράθην : pf. 5.34 -πεπείραμαι :— 6.91 make trial or proof of, τῶν Περσέων , cf. 5.109 3.14 , Jun. 7.2 ; try to impose on a man, Lg. 921b : c. gen. rei, have experience of a thing, : abs., 6.91 ὥσπερ αἴνιγμα συντιθέντι διαπειρωμένῳ Ap. 27a , cf. Lg.l.c.
2). attempt obstinately, τὰ ψευδῆ λέγειν l.c.