Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
διαπεινάω
διάπειρα
διαπειράζω
διαπειραίνω
διαπειράομαι
διαπείρω
διάπεισμα
διαπελάζω
διάπεμπτος
διαπέμπω
διάπεμψις
διαπενθέω
διαπενταθλέω
διαπεπονημένως
View word page
διαπειραίνω
διαπειραίνω,
A). pierce through, Man. 2.106 ( Pass.).


ShortDef

pierce through

Debugging

Headword:
διαπειραίνω
Headword (normalized):
διαπειραίνω
Headword (normalized/stripped):
διαπειραινω
IDX:
25482
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25483
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπειραίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pierce through,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:2:106" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2583.tlg001:2.106/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Man.</span> 2.106 </a> ( Pass.).</div> </div><br><br>'}