Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
διάπαυσις
διαπαύω
διαπαφλάζω
διάπεζος
διαπείθω
διαπειλέω
View word page
διαπάσχω
διαπάσχω,
A). endure, sustain, χλεύην POxy. 904.2 (v A.D.).


ShortDef

endure, sustain

Debugging

Headword:
διαπάσχω
Headword (normalized):
διαπάσχω
Headword (normalized/stripped):
διαπασχω
IDX:
25468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25469
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπάσχω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">endure, sustain,</span> <span class="quote greek">χλεύην</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">POxy.</span> 904.2 </span> (v A.D.).</div> </div><br><br>'}