Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
διαπάσσω
διαπαστέον
διαπάσχω
διαπασῶν
διαπατάω
διαπατέω
διάπαυμα
View word page
διάπαρμα
διάπαρ-μα, ατος, τό,
A). transfixion, Gloss.


ShortDef

transfixion

Debugging

Headword:
διάπαρμα
Headword (normalized):
διάπαρμα
Headword (normalized/stripped):
διαπαρμα
IDX:
25462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25463
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάπαρ-μα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">transfixion,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}