Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
διαπασσαλεύω
View word page
διαπαραδίδωμι
διαπαρα-δίδωμι,
A). hand over to a successor, IG 9(2).1109.64 , 91 ( Magn. Thess.).


ShortDef

hand over

Debugging

Headword:
διαπαραδίδωμι
Headword (normalized):
διαπαραδίδωμι
Headword (normalized/stripped):
διαπαραδιδωμι
IDX:
25455
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25456
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπαρα-δίδωμι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hand over</span> to a successor, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(2).1109.64 </span>,<span class="bibl"> 91 </span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Magn.</span> </span> Thess.).</div> </div><br><br>'}