Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
διάπασμα
View word page
διαπαπταίνω
διαπαπταίνω,
A). look timidly round, Plu. Fab. 11 .


ShortDef

to look timidly round

Debugging

Headword:
διαπαπταίνω
Headword (normalized):
διαπαπταίνω
Headword (normalized/stripped):
διαπαπταινω
IDX:
25454
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25455
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπαπταίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">look timidly round,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg013:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg013:11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fab.</span> 11 </a>.</div> </div><br><br>'}