Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
διαπαρατηρέομαι
διαπαρατριβή
διαπαρθένευσις
διαπαρθενευτής
διαπαρθένια
διαπαρίστημι
διάπαρμα
διάπαρσις
View word page
διαπαντός
διαπαντός
, Adv., later spelling of
διὰ παντός,
A).
v.
διά
A.
11.1
.
ShortDef
throughout
Debugging
Headword:
διαπαντός
Headword (normalized):
διαπαντός
Headword (normalized/stripped):
διαπαντος
IDX:
25453
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25454
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπαντός</span>, Adv., later spelling of <span class="foreign greek">διὰ παντός,</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διά</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> 11.1 </span>.</div> </div><br><br>'}