Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
διαπαντάω
διαπαντός
διαπαπταίνω
διαπαραδίδωμι
View word page
διαπαίκτης
διαπαίκτης, ου, ,
A). jester, deceiver, Gloss.


ShortDef

jester, deceiver

Debugging

Headword:
διαπαίκτης
Headword (normalized):
διαπαίκτης
Headword (normalized/stripped):
διαπαικτης
IDX:
25445
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25446
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπαίκτης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">jester, deceiver,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}