Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
διαπαννυχισμός
View word page
διαπαιγμός
διαπαιγμός, ,
A). jesting, Gloss.


ShortDef

jesting

Debugging

Headword:
διαπαιγμός
Headword (normalized):
διαπαιγμός
Headword (normalized/stripped):
διαπαιγμος
IDX:
25441
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25442
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπαιγμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">jesting,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}