Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
διαπαλαίω
διαπάλη
διαπάλλω
διαπαλύνω
διαπαννυχίζω
View word page
διαπαγκρατιάζω
διαπαγκρᾰτιάζω
,
A).
contend in the
παγκράτιον,
Plu.
2.811d
.
ShortDef
contend in the παγκράτιον
Debugging
Headword:
διαπαγκρατιάζω
Headword (normalized):
διαπαγκρατιάζω
Headword (normalized/stripped):
διαπαγκρατιαζω
IDX:
25440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25441
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαπαγκρᾰτιάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">contend in the</span> <span class="foreign greek">παγκράτιον,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.811d </span>.</div> </div><br><br>'}