Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διανύχιος
διανύω
διαομιλῶ
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
διαπαίκτης
View word page
διαξόος
διαξόος, ,
A). stone-dresser, SIG 247 K 1ii55 (Delph.).


ShortDef

stone-dresser

Debugging

Headword:
διαξόος
Headword (normalized):
διαξόος
Headword (normalized/stripped):
διαξοος
IDX:
25435
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25436
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαξόος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stone-dresser</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 247 </span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">K</span> 1ii55 </span> (Delph.).</div> </div><br><br>'}