Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διανύττω
διανύχιος
διανύω
διαομιλῶ
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
διαπαίζω
View word page
διαξιφισμός
διαξῐφ-ισμός
,
ὁ
,
A).
fighting with swords,
Plu.
2.597f
.
ShortDef
fighting with swords
Debugging
Headword:
διαξιφισμός
Headword (normalized):
διαξιφισμός
Headword (normalized/stripped):
διαξιφισμος
IDX:
25434
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25435
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαξῐφ-ισμός</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fighting with swords,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.597f </span>.</div> </div><br><br>'}