Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διανυστικῶς
διανύττω
διανύχιος
διανύω
διαομιλῶ
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
διαπαιγμός
διαπαιδαγωγέω
διαπαιδεύομαι
View word page
διαξιφίζομαι
διαξῐφ-ίζομαι,
A). fight to the death, τινὶ περί τινος Ar. Eq. 781 .


ShortDef

to fight to the death

Debugging

Headword:
διαξιφίζομαι
Headword (normalized):
διαξιφίζομαι
Headword (normalized/stripped):
διαξιφιζομαι
IDX:
25433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25434
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαξῐφ-ίζομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fight to the death,</span> <span class="quote greek">τινὶ περί τινος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:781" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0019.tlg002.perseus-grc1:781/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ar.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Eq.</span> 781 </a> .</div> </div><br><br>'}