Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάνυσμα
Διάνυσος
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύττω
διανύχιος
διανύω
διαομιλῶ
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
διάξιμος
διαξιφίζομαι
διαξιφισμός
διαξόος
διάξυλον
διαξυράομαι
διάξυσμα
διαξύω
διαπαγκρατιάζω
View word page
διαξηραίνω
διαξηραίνω,
A). dry quite up, D.S. 1.10 .


ShortDef

dry quite up

Debugging

Headword:
διαξηραίνω
Headword (normalized):
διαξηραίνω
Headword (normalized/stripped):
διαξηραινω
IDX:
25430
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25431
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαξηραίνω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dry quite up,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:1:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:1.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 1.10 </a>.</div> </div><br><br>'}