Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
διάνυσμα
Διάνυσος
διανυστέον
διανυστικῶς
διανύττω
διανύχιος
διανύω
διαομιλῶ
διαξαίνω
διαξέω
διαξηραίνω
διάξηρος
View word page
Διάνυσος
Διάνυσος, ,(διαίνω) coined as etym. of Διόνυσος, Corn. ND 30 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Διάνυσος
Headword (normalized):
διάνυσος
Headword (normalized/stripped):
διανυσος
IDX:
25421
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25422
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Διάνυσος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>,(<span class="etym greek">διαίνω</span>) coined as etym. of <span class="foreign greek">Διόνυσος,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0654.tlg002:30" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0654.tlg002:30/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Corn.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">ND</span> 30 </a>.</div><br><br>'}