Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διάνοιᾰ
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διάνομος
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
διανυκτερεύω
διάνυσις
διάνυσμα
View word page
δίανσις
δίανσις [δῐ], εως, ,
A). moistening, Gal. 11.740 .


ShortDef

moistening

Debugging

Headword:
δίανσις
Headword (normalized):
δίανσις
Headword (normalized/stripped):
διανσις
IDX:
25410
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25411
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίανσις</span> <span class="pron greek">[δῐ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">moistening,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 11.740 </span>.</div> </div><br><br>'}