Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοιᾰ
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διάνομος
διανοσέω
διανοσφίζω
δίανσις
δίαντα
διανταῖος
διανταίρω
διαντικός
διαντλέω
διαντλίζομαι
διαντός
View word page
διάνομος
διάνομος
,
ὁ
,
A).
=
ὑπόνομος
,
IG
12.325.19
,
BCH
33.461
(Argos).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διάνομος
Headword (normalized):
διάνομος
Headword (normalized/stripped):
διανομος
IDX:
25407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25408
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάνομος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑπόνομος</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 12.325.19 </span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BCH</span> 33.461 </span> (Argos).</div> </div><br><br>'}