Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διανίζω
διανίημι
διάνιον
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέω
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
διάνοιᾰ
διανοίγω
διανοικίζω
διάνοιξις
διανομεύς
διανομή
διανομοθετέω
διάνομος
View word page
διανοητής
διανο-ητής, οῦ, ,
A). one who thinks, gloss on φρόνιμος , Hsch.


ShortDef

one who thinks

Debugging

Headword:
διανοητής
Headword (normalized):
διανοητής
Headword (normalized/stripped):
διανοητης
IDX:
25397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25398
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανο-ητής</span>, <span class="itype greek">οῦ</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one who thinks,</span> gloss on <span class="ref greek">φρόνιμος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}