Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διάνιον
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέω
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
διανοητός
View word page
διάνιον
διάνιον· κονία, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάνιον
Headword (normalized):
διάνιον
Headword (normalized/stripped):
διανιον
IDX:
25389
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25390
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάνιον·</span> <span class="foreign greek">κονία,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}