Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
διανθής
διανθίζω
διανιάομαι
διανίζω
διανίημι
διάνιον
διανίσσομαι
διανίστημι
διάνιψις
διανοέω
διανόημα
διανόησις
διανοητέον
διανοητής
διανοητικός
View word page
διανίημι
διανίημι
,
A).
dissolve,
οἴνῳ
Hippiatr.
22
.
ShortDef
dissolve
Debugging
Headword:
διανίημι
Headword (normalized):
διανίημι
Headword (normalized/stripped):
διανιημι
IDX:
25388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25389
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανίημι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">dissolve,</span> <span class="quote greek">οἴνῳ</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 22 </span> .</div> </div><br><br>'}