διανθίζω
διανθ-ίζω,
A). adorn with flowers, δ. τὴν κεφαλὴν στεφάνοις Bis Acc. 16 ( Pass.); also with jewels, AJ 8.5.2 :— Pass., to be picked out, decorated, χλαμύδες διηνθισμέναι Phil. 9 ; κέδρου ζῴδια χρυσῷ διηνθισμένα ; 6.19.12 ξόανον χρυσῷ δ. , cf. 7.26.4 ; 5.3.6 μηκέτι διηνθισμένος ποικιλίᾳ χρωμάτων, ὅλον δὲ λευκωθείς, of a leper, . 1.346