Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διανδής
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανεκής
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανεύω
διανέω
διανήθω
διάνημα
διάνηξις
διανηστεύω
διανηστισμός
διανήχομαι
διάνηψις
διανθέω
View word page
διανενοημένως
διανενοημένως
, Adv.,(
διανοέω
)
A).
circumspectly,
Sch.
A.
R.
1.1336
.
ShortDef
circumspectly
Debugging
Headword:
διανενοημένως
Headword (normalized):
διανενοημένως
Headword (normalized/stripped):
διανενοημενως
IDX:
25373
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25374
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανενοημένως</span>, Adv.,(<span class="etym greek">διανοέω</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">circumspectly,</span> Sch.<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.</span> </span> R.<span class="bibl"> 1.1336 </span>.</div> </div><br><br>'}