Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διανδής
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανεκής
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
διανεύω
διανέω
διανήθω
View word page
διανεκής
διᾱνεκής, ές,
A). v. διηνεκής.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διανεκής
Headword (normalized):
διανεκής
Headword (normalized/stripped):
διανεκης
IDX:
25366
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25367
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾱνεκής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διηνεκής.</span> </div> </div><br><br>'}