Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διαναρτάομαι
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διανδής
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανεκής
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
διανέμω
διανενοημένως
View word page
διανδής
διανδής·
πολυχρόνιος
(Cret.),
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διανδής
Headword (normalized):
διανδής
Headword (normalized/stripped):
διανδης
IDX:
25363
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25364
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανδής·</span> <span class="foreign greek">πολυχρόνιος</span> (Cret.), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}