Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαναπηδάω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διαναρτάομαι
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διανδής
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανεκής
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητής
διανεμητικός
διανεμόομαι
View word page
διαναψύχω
διαναψύχω·
A). perfrigesco, Gloss.


ShortDef

perfrigesco

Debugging

Headword:
διαναψύχω
Headword (normalized):
διαναψύχω
Headword (normalized/stripped):
διαναψυχω
IDX:
25361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαναψύχω·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">perfrigesco,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}