Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπηδάω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διαναρτάομαι
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διανδής
διάνδιχα
διανδραγαθέω
διανεκής
διανέμησις
διανεμητέον
διανεμητής
View word page
διαναστρέφομαι
διανα-στρέφομαι,
A). to be distorted, roll, of the eyes, Herod.Med. in Rh.Mus. 58.78 .


ShortDef

to be distorted, roll

Debugging

Headword:
διαναστρέφομαι
Headword (normalized):
διαναστρέφομαι
Headword (normalized/stripped):
διαναστρεφομαι
IDX:
25359
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25360
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανα-στρέφομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be distorted, roll,</span> of the eyes, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herod.Med.</span> </span> in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Mus.</span> 58.78 </span>.</div> </div><br><br>'}