Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπηδάω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διαναρτάομαι
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
διαναστρέφομαι
διαναυμαχέω
διαναψύχω
διανάω
διανδής
διάνδιχα
διανδραγαθέω
View word page
διαναρτάομαι
διαναρτάομαι, f.l. in Iamb. Protr. 13 (leg. δὴ ἀναρτᾶσθαι).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διαναρτάομαι
Headword (normalized):
διαναρτάομαι
Headword (normalized/stripped):
διαναρταομαι
IDX:
25355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25356
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαναρτάομαι</span>, f.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg002:13" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2023.tlg002:13/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Iamb.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Protr.</span> 13 </a> (leg. <span class="foreign greek">δὴ ἀναρτᾶσθαι</span>).</div><br><br>'}