Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακαθίζω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπηδάω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διαναρτάομαι
διανάσσω
διανάστασις
διαναστατέον
View word page
διανάπαυμα
διανά-παυμα, ατος, τό,
A). intermission, AB 1167 .


ShortDef

intermission

Debugging

Headword:
διανάπαυμα
Headword (normalized):
διανάπαυμα
Headword (normalized/stripped):
διαναπαυμα
IDX:
25348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25349
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανά-παυμα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">intermission,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">AB</span> 1167 </span>.</div> </div><br><br>'}