Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακαθίζω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπηδάω
διαναπνοή
διαναρκάω
διαναρμοστέω
διαναρτάομαι
διανάσσω
διανάστασις
View word page
διαναλίσκω
διανᾱλίσκω,
A). consume, du<*>. in D.C. Fr. 55.1 .


ShortDef

consume

Debugging

Headword:
διαναλίσκω
Headword (normalized):
διαναλίσκω
Headword (normalized/stripped):
διαναλισκω
IDX:
25347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25348
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανᾱλίσκω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">consume,</span> du&lt;*&gt;. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.C.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 55.1 </span>.</div> </div><br><br>'}