Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακαθίζω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
διαναπηδάω
διαναπνοή
διαναρκάω
View word page
διανακαθίζω
διανα-κᾰθίζω,
A). = ἀνακαθίζω , Hp. Mul. 2.201 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διανακαθίζω
Headword (normalized):
διανακαθίζω
Headword (normalized/stripped):
διανακαθιζω
IDX:
25343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25344
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανα-κᾰθίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἀνακαθίζω</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:2:201" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:2.201/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mul.</span> 2.201 </a>.</div> </div><br><br>'}