Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακαθίζω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
διανάπαυμα
διανάπαυσις
διαναπαύω
View word page
διανάγκασις
διᾰνάγκ-ᾰσις, εως, ,
A). reduction of dislocations, Id. Mochl. 38 .


ShortDef

reduction

Debugging

Headword:
διανάγκασις
Headword (normalized):
διανάγκασις
Headword (normalized/stripped):
διαναγκασις
IDX:
25340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰνάγκ-ᾰσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">reduction</span> of dislocations, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mochl.</span> 38 </span>.</div> </div><br><br>'}