Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακαθίζω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
διαναλίσκω
View word page
διαναβολή
διανα-βολή, ,
A). postponement, delay, EM 80.23 (pl.).


ShortDef

postponement, delay

Debugging

Headword:
διαναβολή
Headword (normalized):
διαναβολή
Headword (normalized/stripped):
διαναβολη
IDX:
25337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25338
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανα-βολή</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">postponement, delay,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 80.23 </span> (pl.).</div> </div><br><br>'}