Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακαθίζω
διανακλάομαι
διανακόπτω
διανακύπτω
View word page
διαναβάλλω
διανα-βάλλω,
A). delay, procrastinate, PTeb. 50.27 (ii B.C.):— Med., Hsch. s.v. διακρούεσθαι.


ShortDef

delay, procrastinate

Debugging

Headword:
διαναβάλλω
Headword (normalized):
διαναβάλλω
Headword (normalized/stripped):
διαναβαλλω
IDX:
25336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διανα-βάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">delay, procrastinate,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PTeb.</span> 50.27 </span> (ii B.C.):— Med., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">διακρούεσθαι.</span> </div> </div><br><br>'}