Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμφάδην
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
διαναβολή
διαναγιγνώσκω
διαναγκάζω
διανάγκασις
διαναγκασμός
διανάγω
διανακαθίζω
διανακλάομαι
διανακόπτω
View word page
διαμωλύω
διαμωλύω,
A). soften, mollify, BGU 1200.21 (i B.C.).


ShortDef

soften, mollify

Debugging

Headword:
διαμωλύω
Headword (normalized):
διαμωλύω
Headword (normalized/stripped):
διαμωλυω
IDX:
25335
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25336
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμωλύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">soften, mollify</span>, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">BGU</span> 1200.21 </span> (i B.C.).</div> </div><br><br>'}