Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφάδην
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
διαμωλύω
διαναβάλλω
View word page
διαμφιβάλλω
διαμφιβάλλω,
A). doubt, ὅτι οὐ .. but that .., Simp. in Cat. 417.5 .


ShortDef

doubt

Debugging

Headword:
διαμφιβάλλω
Headword (normalized):
διαμφιβάλλω
Headword (normalized/stripped):
διαμφιβαλλω
IDX:
25326
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25327
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμφιβάλλω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">doubt,</span> <span class="foreign greek">ὅτι οὐ ..</span> but that .., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg003:417:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4013.tlg003:417.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Simp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Cat.</span> 417.5 </a>.</div> </div><br><br>'}