Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμπερής
διαμπερονάω
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφάδην
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
διαμωκάομαι
διαμώκησις
View word page
διαμύσσω
διᾰμύσσω,
A). stimulate, Paul.Aeg. 3.9 .


ShortDef

stimulate

Debugging

Headword:
διαμύσσω
Headword (normalized):
διαμύσσω
Headword (normalized/stripped):
διαμυσσω
IDX:
25324
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25325
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διᾰμύσσω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">stimulate,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3:9" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3.9/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 3.9 </a>.</div> </div><br><br>'}