Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμπερονάω
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφάδην
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
διαμφοδέω
διαμφόδησις
View word page
διαμυκτηρίζω
διαμυκτηρίζω, strengthd. for μυκτηρίζω, D.L. 9.113 .


ShortDef

sneer at, mock thoroughly

Debugging

Headword:
διαμυκτηρίζω
Headword (normalized):
διαμυκτηρίζω
Headword (normalized/stripped):
διαμυκτηριζω
IDX:
25322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25323
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμυκτηρίζω</span>, strengthd. for <span class="foreign greek">μυκτηρίζω,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:9:113" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0004.tlg001.perseus-grc1:9.113/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.L.</span> 9.113 </a>.</div><br><br>'}