Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμπάξ
διαμπείρω
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμπερονάω
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
διαμφάδην
διαμφιβάλλω
διαμφίδιος
διαμφίς
διαμφισβητέω
διαμφισβήτησις
View word page
διαμύθησις
διαμύθησις [ῡ], εως, ,
A). deception, cajolery, Hsch.


ShortDef

deception, cajolery

Debugging

Headword:
διαμύθησις
Headword (normalized):
διαμύθησις
Headword (normalized/stripped):
διαμυθησις
IDX:
25320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25321
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμύθησις</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">deception, cajolery,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}