Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπείρω
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμπερονάω
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
διαμύδησις
διαμύθησις
διαμυθολογέω
διαμυκτηρίζω
διαμυλλαίνω
διαμύσσω
View word page
διαμπερής
διαμ-περής, ές,
A). piercing, ὀδύνη Hp. Mul. 2.125 .


ShortDef

piercing

Debugging

Headword:
διαμπερής
Headword (normalized):
διαμπερής
Headword (normalized/stripped):
διαμπερης
IDX:
25314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25315
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμ-περής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">piercing,</span> <span class="quote greek">ὀδύνη</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:2:125" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0627.tlg036:2.125/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mul.</span> 2.125 </a> .</div> </div><br><br>'}