Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπείρω
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμπερονάω
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
διαμυδάω
View word page
διάμοτον
διάμοτ-ον, τό,
A). tent, Paul.Aeg. 4.54 .


ShortDef

tent

Debugging

Headword:
διάμοτον
Headword (normalized):
διάμοτον
Headword (normalized/stripped):
διαμοτον
IDX:
25308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάμοτ-ον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">tent,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:4:54" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:4.54/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 4.54 </a>.</div> </div><br><br>'}