Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπείρω
διαμπερές
διαμπερέως
διαμπερής
διαμπερονάω
διαμυδαίνω
διαμυδαλέος
View word page
διαμορφωτικός
διαμορφ-ωτικός, , όν,
A). formative, φύσις Ptol. Tetr. 142 .


ShortDef

formative

Debugging

Headword:
διαμορφωτικός
Headword (normalized):
διαμορφωτικός
Headword (normalized/stripped):
διαμορφωτικος
IDX:
25307
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25308
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμορφ-ωτικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">formative,</span> <span class="quote greek">φύσις</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:142" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0363.tlg007:142/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Tetr.</span> 142 </a> .</div> </div><br><br>'}