Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
διαμοιράζω
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπείρω
διαμπερές
View word page
διάμονος
διάμονος, ον,
A). permanent, ζωή Sammelb. 4678.9 (vi A.D.).


ShortDef

permanent

Debugging

Headword:
διάμονος
Headword (normalized):
διάμονος
Headword (normalized/stripped):
διαμονος
IDX:
25302
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25303
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάμονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">permanent,</span> <span class="quote greek">ζωή</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Sammelb.</span> 4678.9 </span> (vi A.D.).</div> </div><br><br>'}