Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
διαμοιράζω
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
διαμοτόω
διαμπάξ
διαμπείρω
View word page
διαμονομαχέω
διαμονομᾰχέω,
A). fight a single combat, πρὸς ἀδελφούς Plu. 2.482c , cf. Hld. 7.16 .


ShortDef

fight a single combat

Debugging

Headword:
διαμονομαχέω
Headword (normalized):
διαμονομαχέω
Headword (normalized/stripped):
διαμονομαχεω
IDX:
25301
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25302
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμονομᾰχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fight a single combat,</span> <span class="quote greek">πρὸς ἀδελφούς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.482c </span> , cf. <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:7:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0658.tlg001:7.16/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hld.</span> 7.16 </a>.</div> </div><br><br>'}