Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
διαμοιράζω
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
διαμόρφωσις
διαμορφωτικός
διάμοτον
View word page
διαμολύνω
διαμολύνω [ῡ],
A). befoul with writing, παλίμψηστα Plu. 2.504d .


ShortDef

befoul with writing

Debugging

Headword:
διαμολύνω
Headword (normalized):
διαμολύνω
Headword (normalized/stripped):
διαμολυνω
IDX:
25298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμολύνω</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">befoul with writing,</span> <span class="quote greek">παλίμψηστα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.504d </span> .</div> </div><br><br>'}