Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
διαμοιράζω
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
διαμορφόω
View word page
διαμοιράζω
διαμοιρ-άζω,
A). divide into equal portions, cut up, κόστον Aët. 1.138 .


ShortDef

divide into equal portions, cut up

Debugging

Headword:
διαμοιράζω
Headword (normalized):
διαμοιράζω
Headword (normalized/stripped):
διαμοιραζω
IDX:
25295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25296
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμοιρ-άζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">divide into equal portions, cut up,</span> <span class="quote greek">κόστον</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg001:138" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0718.tlg001:138/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aët.</span> 1.138 </a> .</div> </div><br><br>'}