Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
διαμοιράζω
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
διαμορφοσκοπέομαι
View word page
διάμοιος
διάμοιος· ὁ ἀντ’ ἄλλου διακονῶν, Hsch. (fort. διαμοιβός).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διάμοιος
Headword (normalized):
διάμοιος
Headword (normalized/stripped):
διαμοιος
IDX:
25294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διάμοιος·</span> <span class="foreign greek">ὁ ἀντ’ ἄλλου διακονῶν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (fort. <span class="foreign greek">διαμοιβός</span>).</div><br><br>'}