Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
διαμοιράζω
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
διάμονος
διάμορφος
View word page
διαμνημονικός
διαμνημον-ικός, , όν,
A). having a good memory, Suid. S. V. ἀνελέγετο: —also in form διαμνημον-ητικός, Id. s.v. Ἀπολλώνιος Τυανεύς.


ShortDef

having a good memory

Debugging

Headword:
διαμνημονικός
Headword (normalized):
διαμνημονικός
Headword (normalized/stripped):
διαμνημονικος
IDX:
25293
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25294
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμνημον-ικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">having a good memory,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">S.</span> </span> V. <span class="foreign greek">ἀνελέγετο</span>: —also in form <span class="orth greek">διαμνημον-ητικός</span>, Id. s.v. <span class="ref greek">Ἀπολλώνιος Τυανεύς.</span> </div> </div><br><br>'}