Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διαμίσγω
διαμισέω
διαμισθόω
διαμίσθωσις
διαμισθωτικόν
διαμιστύλλω
διάμιτρος
διαμματίζω
διαμμοιρηδά
δίαμμος
διαμνημονευτέον
διαμνημονεύω
διαμνημονικός
διάμοιος
διαμοιράζω
διαμοιρασία
διαμοιράω
διαμολύνω
διαμονή
διαμόνιμος
διαμονομαχέω
View word page
διαμνημονευτέον
διαμνημον-ευτέον,
A). one must remember, Aen. Tact. 31.35 .


ShortDef

one must remember

Debugging

Headword:
διαμνημονευτέον
Headword (normalized):
διαμνημονευτέον
Headword (normalized/stripped):
διαμνημονευτεον
IDX:
25291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-25292
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διαμνημον-ευτέον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">one must remember,</span> Aen. Tact.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:31:35" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0099.tlg001.perseus-grc1:31.35/canonical-url/"> 31.35 </a>.</div> </div><br><br>'}